σποδούμαι

σποδούμαι
-όομαι, Α [σποδός]
παθ.
1. κατακαίομαι και μεταβάλλομαι σε στάχτη («κάρδαμον ἄγριον καέν καὶ σποδωθέν», Ιπποκρ.)
2. καλύπτομαι με στάχτη («έσποδώσαντο τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σποδώ — έω, Α 1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ , ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ. β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.) 2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”